- θρασκικός
- θρασκικός, -ή, -όν (Α) [θρασκίας](για παράθυρα) αυτός που είναι στραμμένος προς τον θρασκία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρασκικά — θρασκικός the wind from NNW. neut nom/voc/acc pl θρασκικά̱ , θρασκικός the wind from NNW. fem nom/voc/acc dual θρασκικά̱ , θρασκικός the wind from NNW. fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)